- εὐπρυμνής
- εὐπρυμν-ής, ές,A well-steering, well-governing,
εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989
(s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989
(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπρυμνής — εὐπρυμνής, ές (Α) αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το πηδάλιο καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρύμνη] … Dictionary of Greek